ατος, τό,
A beguilement, τῆς λύπης Babr.136.9.
[Seite 456] τό, Trost, Linderung, Suid.
ατος (τό) :adoucissement, soulagement (d’un chagrin).Étymologie: βουκολέω.
-ματος, τό alivio τῆς λύπης Sud.β 420.