[Seite 489] nur poet., = γηθέω, γήθοντι Orph. H. 15, 10; γήθουσα 54, 16; γήθει 77, 10; – γηθόμενος Qu. Sm. 14, 92; Crinag. 8 (VI, 261); ἥδονται καὶ γήθονται Sext. Emp. adv. math. 11, 107.
γήθω: ἴδε γηθέω.
v. γηθέω.