ου, ὁ,
A eater, bloodsucker, δάπταις αἱμοπώταισιν, of gnats, Lyc.1403.
δάπτης: -ου, ὁ, ὁ κατατρώγων, τὸ αἷμα πίνων, δάπταις αἱμοπώτῃσιν, ἐπὶ τῶν κωνώπων, Λυκόφρ. 1403.
δεινός Hsch.