δεκατημόριον

Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

τό, (μέρος)

   A tenth part, Pl.Lg.924a.

German (Pape)

[Seite 543] τό, der zehnte Theil, Plat. Legg. XI, 924 a.

Greek (Liddell-Scott)

δεκατημόριον: τό, (μέρος) τὸ δέκατον μέρος, Πλάτ. Νόμ. 924Α.

Spanish (DGE)

-ου, τό
décima parte τὸ τῆς ἐπικτήτου δ. la décima parte de los bienes gananciales Pl.Lg.924a, αἱ δὲ τρεῖς ἡμέραι δ. τοῦ μηνός Hp.Oct.4, δ. τοῦ <τοῦ> ἀγκῶνος μήκους Ph.Bel.54.1, τῶν τετραπόδων ἁπάντων Men.Prot.12.2.7, (τῆς ὥρας) Them.in Ph.131.24, Simp.in Ph.672.7.