διαθιγγάνομαι
Greek (Liddell-Scott)
διαθιγγάνομαι: παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.
Spanish (DGE)
estar en contacto<τῷ> διαθιγγάνεσθαι ἀεί al estar constantemente en contacto Arist.HA 634a9.
διαθιγγάνομαι: παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.
estar en contacto<τῷ> διαθιγγάνεσθαι ἀεί al estar constantemente en contacto Arist.HA 634a9.