διαζωτικός

Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.

Greek (Liddell-Scott)

διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)

Spanish (DGE)

-ή, -όν vital ἰδίωμα Procl.in Prm.746.