διάκορος
English (LSJ)
ον,
A satiated, c. gen., ἀλλήλων X.Lac.1.5: abs., σῶμα δ. Plu.2.006a: saturated with rain, Hdt.3.117; δ. ἤδη τοῦτο this is quite enough, Gal.7.49S. Adv. -ρως immoderately, πίνειν D.C.68.7.
Greek (Liddell-Scott)
διάκορος: -ον, κεκορεσμένος, πλήρης, τινὸς Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Λακ. 1, 5. - Ἐπίρρ. -ρως, ἀμέτρως, Δίων Κ. 68. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén.;
2 fig. dégoûté de, gén..
Étymologie: διά, κόρος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1saciado, harto ἐπεὰν δ. ἡ γῆ ... γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Hdt.3.117, cf. Thphr.CP 2.1.5 (cód.), σῶμα Plu.2.995f
•c. gen. ἀλλήλων ref. a marido y mujer, X.Lac.1.5.
2 suficiente διάκορον μὲν γὰρ ἤδη τοῦτο pues con esto ya es suficiente Gal.7.498.
II adv. -ως hasta la saciedad, inmoderadamente τοῦ ... οἴνου δ. ἔπινε D.C.68.7.4, ὁ ... Δημοσθένης ... φεύγει τὸ κεχρῆσθαι ταύταις δ. Syrian.in Hermog.1.64.24, cf. Poll.5.151.