διαμικρολογέομαι

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.

Spanish (DGE)

conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.