διαντικός
English (LSJ)
ή, όν, (διαίνω)
A able to wet, ἔκκρισις Arist.Mete.387a26.
German (Pape)
[Seite 593] zum Benetzen, Arist. Meteor. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
διαντικός: -ή, -όν, (διαίνω) κατάλληλος πρὸς ὕγρανσιν, Ἀριστ. Μετωρ. 4. 9, 25.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
húmedo ἔστιν γὰρ ἀτμὶς ἡ ὑπὸ θερμοῦ καυστικοῦ εἰς ἀέρα καὶ πνεῦμα ἔκκρισις ἐξ ὑγροῦ διαντική Arist.Mete.387a26.