διατύφω

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

[ῡ], pf. part. Pass.

   A διατεθυμμένη dazed, Lib.Or.1.95 (nisi leg. -τεθρυμμένη).

German (Pape)

[Seite 609] durchräuchern; übertr., ψυχὴ ἄχους πλέα καὶ διατεθυμμένη, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

διατύφω: [ῠ], πληρῶ καπνοῦ, μεταφ., ψυχὴ διατεθυμμένη Λιβάν. 1, 68.

Spanish (DGE)

llenar de humo, fig. aturdir en v. pas. ἡ ψυχή Lib.Or.1.95.