διαρτίζω
English (LSJ)
A mould, form, LXXJb.33.6; speak fitly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 601] zurecht machen, gestalten, VLL., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτίζω: μορφώνω, σχηματίζω, Ἑβδ. (Ἰω. λγ΄, 6)· ὁμιλῶ πρεπόντως, ἁρμοδίως, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
1 formar, moldear ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ ἐγώ LXX Ib.33.6, cf. Hsch., Sud.δ 737, en v. pas. οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ διηρτισμένοι Gr.Naz.M.35.876A.
2 hablar convenientemente Hsch.s.u. διαρτίζων.
3 en v. med. διαρτίζεται· ὁρμᾷ Sud.