διεμφύομαι

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A breed in, τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι Procl.ad Hes.Op.412.

German (Pape)

[Seite 619] darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. διενειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. διενείργω, ganz einschließen, Galen.

Spanish (DGE)

criarse, producirse τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι σηπομένης τῆς ἐν αὐτοῖς ὑγρότητος Plu.Fr.61.