διήλυσις
English (LSJ)
<*>ως, ἡ,
A passage through, πόντοιο A.R.4.1573.
Greek (Liddell-Scott)
διήλῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ 1573.
Spanish (DGE)
(διήλῠσις) -εως, ἡ
salida πόντοιο A.R.4.1573, κελεύθου Paul.Sil.Ambo 295, cf. Hsch.δ 1745, χειρῶν ἀμφοτέρων ... δ. de la abertura de una manga, Paul.Sil.Ambo 287.