δίτροχος
English (LSJ)
ον,
A two-wheeled, ἅμαξα Edict.Diocl.15.40; καθέδρα Men.Prot.p.51 D.
Spanish (DGE)
-ον
de dos ruedas, ἅμαξα DP 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. Gloss.3.321.
ον,
A two-wheeled, ἅμαξα Edict.Diocl.15.40; καθέδρα Men.Prot.p.51 D.
-ον
de dos ruedas, ἅμαξα DP 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. Gloss.3.321.