τό, Dim. of δοκός, Harp.
[Seite 653] τό, dim. von δοκός, Harpocr. v. στρωτήρ.
δοκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δοκός, Ἁρποκρ.
-ου, τόarq. pequeña viga, vigueta Did.CP p.320, Harp.s.u. στρωτήρ.