δόνημα

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.

German (Pape)

[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.

Greek (Liddell-Scott)

δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.