προκέλευθος
English (LSJ)
ον,
A conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.
ον,
A conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.