δυσώπημα

Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a means of making one ashamed, and so, a corrective, τῶν ἡμαρτημένων J.BJ1.25.5, cf. D.Chr.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 692] τό-das Beschämende, Reue Verursachende, Ios. B. Iud. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

δυσώπημα: τό, μέσον δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= μέσον ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I motivo de vergüenza ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.BI 1.509.
II 1medio de persuasión μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.Fr.8
ref. a Dios ofrenda propiciatoria τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1329C.
2 argumento ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1352C.