δυσυπομόνητος

Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον,

   A hard to abide, Ph.2.287,432, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 689] schwer auszuhalten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δυσυπομόνητος: -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.160), cf. Comm.in Mt.13.22, glos. a δύσφορος Sch.Pi.N.1.85b, glos. a δύσοιστος Sch.A.Pr.690D.