ἐγκράνιον

Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

[ᾱ], τό,

   A cerebellum, Gal.UP8.6:—also ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκράνῐον: τό, καὶ ἐγκρανίς, ίδος, ἡ, ἡ παρεγκεφαλίς, Γαλην. τ. 4. σ. 498.

Spanish (DGE)

-ου, τό
cerebelo τοὐπίσω μέρος ὅλον ἐγκεφάλου, τὸ καλούμενον ὑπό τινων ἐ. Gal.2.714, cf. 3.637.