εἰσκαθίζω
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαθίζω: βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570.
Spanish (DGE)
hacer sentar ἕτερόν τινα τῶν ὁμοδούλων μεθ' ἑαυτοῦ εἰσκαθίσας Chrys.M.49.410.
εἰσκαθίζω: βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570.
hacer sentar ἕτερόν τινα τῶν ὁμοδούλων μεθ' ἑαυτοῦ εἰσκαθίσας Chrys.M.49.410.