ἐμπήσσω

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

German (Pape)

[Seite 812] = ἐμπήγνυμι, Schol. Il. 4, 535.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ ἐμπήγνυμι, Ἰουστ. Μάρτυς, Τρύφ. 97: ― Παθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 535.

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo pres., para otros temas cf. ἐμπήγνυμι
1 clavar, fijar ἐμπήσσοντες τοὺς ἥλους en la crucifixión, Iust.Phil.Dial.97.3, en v. pas. περὶ τῶν ἐμπησσομένων εἰς τὸν ὀφθαλμόν sobre objetos clavados en el ojo Aët.7.21, τὰ ἐμπησσόμενα τῇ ἀσπίδι δόρατα Sch.Er.Il.4.535b, cf. EM 709.9G.
2 en v. med.-pas. afianzarse, fijarse dicho de partes de máquinas de guerra y armas κέντρα ἐχέτω, ἵνα ἐμπήσσηται τῇ γῇ καὶ μὴ ῥέμβηται Apollod.Poliorc.144.1, cf. 142.1.