ἔμφρενος: ὁ, = ἔμφρων, Ἰω. Μαλαλ. σ. 120. 13.
-ονsensato, razonable μηδὲν ἔμφρενον λογιζόμενοι de los enamorados, Io.Mal.Chron.5.120.