ἐναμβλύνω
English (LSJ)
A deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.
German (Pape)
[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.
French (Bailly abrégé)
émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.
Spanish (DGE)
1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.