ἐναμβλύνω

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

English (LSJ)

   A deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.

German (Pape)

[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.

French (Bailly abrégé)

émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.

Spanish (DGE)

1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.