ἐκχολάω
English (LSJ)
A to be angry, LXX 3 Ma.3.1.
German (Pape)
[Seite 787] von der Galle befreien, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχολάω: χολοῦμαι, ὀργίζομαι, κοινῶς, «χολιάζω», Ἑβδ. (Μακ. Γ. γ΄, 1) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κωδ. 2) διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐκχολίζω, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
enfadarse ἐπὶ τοσοῦτον LXX 3Ma.3.1.