ἐλαιοποιέω
Spanish (DGE)
elaborar, hacer aceite ἐλαιοποιήσει λαχανοσπέρμου ἀρτάβας ὀκτώ PSI 1030.12 (II d.C.) en BL 8.404, cf. PAmh.93.13 (II d.C.) en BL 8.4.
elaborar, hacer aceite ἐλαιοποιήσει λαχανοσπέρμου ἀρτάβας ὀκτώ PSI 1030.12 (II d.C.) en BL 8.404, cf. PAmh.93.13 (II d.C.) en BL 8.4.