ἔκφοβος
English (LSJ)
ον,
A affrighted, Arist.Phgn.812b29, LXX De.9.19, Ev.Marc.9.6, Plu.Fab.6.
German (Pape)
[Seite 786] voll Schrecken, erschreckt; Arist. Physiogn. 6; Plut. Fab. 6; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφοβος: -ον, πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41, Πλουτ. Φάβ. 6, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 6, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβ΄, 21 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: ἐκ, φόβος.
Spanish (DGE)
-ον
asustado, aterrorizado, atemorizado οἱ ἔκφοβοι γιγνόμενοι φρίσσουσιν Arist.Phgn.812b29, καὶ ἔ. εἰμι διὰ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν LXX De.9.19, (αἱ βόες) ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖς οὖσαι δρόμῳ Plu.Fab.6, cf. Eu.Marc.9.6.