ἐλαχιστότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,=
A exiguitas, Gloss.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
pequeñez πρὸς τὴν ἐμὴν ἐλαχιστότητα Socr.Sch.HE 4.12.24, τῆς ἡλικίας Amph.Or.2.131
•exiguitas, Gloss.2.294.
ητος, ἡ,=
A exiguitas, Gloss.
-ητος, ἡ
pequeñez πρὸς τὴν ἐμὴν ἐλαχιστότητα Socr.Sch.HE 4.12.24, τῆς ἡλικίας Amph.Or.2.131
•exiguitas, Gloss.2.294.