προπεμπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. -κῶς Iamb.VP28.145.
ή, όν,
A accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. -κῶς Iamb.VP28.145.