ἔμβητον, ἐμβήῃ,
A v. ἐμβαίνω.
ἔμβη: ἔμβητον, ἐμβήῃ, ἴδε ἐμβαίνω.
3ᵉ sg. ind. épq. ao.2 de ἐμβαίνω.
see ἐμβαίνω.
v. ἐμβαίνω.