ἐνεμέω

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

   A vomit in, ἔς τι Hdt.2.172: metaph., Πιερίδεσσιν ἀπλυσίην ἐλέγων AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 837] (s. ἐμέω), speien auf, εἴς τι, Her. 2, 172; ἐνήμεσε φλέγματά τινι Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεμέω: ἐμῶ ἔν τινι, ξερνῶ μέσα εἴς τι, ἐς ποδονιπτῆρα ἐνεμεῖν τε καὶ ἐνουρέειν Ἡρόδ. 2. 172· τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐνεμέσω, ao. ἐνήμεσα;
vomir dans, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: ἐν, ἐμέω.

Spanish (DGE)

vomitar en, sobre c. ἐς y ac. ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, fig. Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγων AP 7.377 (Eryc.).