προποδισμός
English (LSJ)
ὁ,
A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67. II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.