[ᾰ], εως, ἡ,
A stretching, Eust.1913.37.
[Seite 853] ἡ, das Anspannen, Eust.
ἐντάνυσις: -εως, ἡ, τὸ ἐντανύειν, χορδῶν ἐντανύσει Εὐστ. Ὀδ. 1913, 37, καὶ ἐντανυσμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Φ. 112.
-εως, ἡ tensión χορδῶν Eust.1913.38.