προσαυρίζω
English (LSJ)
A meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).
A meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).