πρόσκομμα
English (LSJ)
ατος, τό, (προσκόπτω)
A stumble, λίθου πρόσκομμα LXX Is.8.14; ὁ λίθος τοῦ π. Ep.Rom.9.33: hence, offence, obstacle, hindrance, LXX Ex.23.33, Ep.Rom.14.13, etc. II result of stumbling, bruise, hurt, προσκομμάτων ἀπόλυσις Plu.2.1048c, cf. Ath.3.97f.