προσκοπέω
English (LSJ)
fut. προσκέψομαι: aor. προὐσκεψάμην (no pres. προσκέπτομαι being used in good Att., so that in Th.8.66, Bauer restored προὔσκεπτο as plpf. for προὐσκέπτετο; cf. σκέπτομαι):—
A consider beforehand, look to, provide for, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ Hdt.7.10.δ; ἅπαντα π. ib.177; πάντα προσκοπεῖν S.Ant.688, E.Heracl.470; τὸ σὸν προσκέψομαι Id.Andr.257; τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Th.1.120, cf. 4.61; μὴ παθεῖν προὐσκόπουν were making provision against suffering, Id.3.83; προσκέψασθε ὅτι . .ib.57; τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοιποιήσουσιν X.Cyr. 1.6.42; οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ is provident, Men.Mon.486:— Med., τὸ σόν . . προσκοπούμενος E.Med.460; πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμόν τε καὶ τοῦδ' provided for my share and his in my father's house, Id.Ph.473. 2 watch (like a πρόσκοπος or spy), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ar.Eq.154:—Med., προσκοπουμένη πόσιν E.IA1098: folld. by indirect question, π. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Thphr.Char. 25.4. II Pass., τῶν . . προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Pl.R. 435d; τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Th.8.66 (v. sub init.).