προϋπόκειμαι
English (LSJ)
serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι,
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; -κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14. 2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4. II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).