πτωχός
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν A.Ag.1274, S.OC444,751:—
A beggar, Od. 14.400, 18.1, Hdt.3.14, etc.; πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.208, cf. 17.475; πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Hes.Op.26; π. ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθών Od.21.327; π. καὶ ἀλήμονες ἄνδρες 19.74; πτωχοὺς ἀλᾶσθαι E.Med.515; πτωχοῦ βίος ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ar.Pl.552: prov., πτωχοῦ πήρη οὐ πίμπλαται Call.Fr.360: πτωχή beggar-woman, Ath.10.453a (so πτωχός (fem.), S.OC444); χήρα πτωχή Ev.Marc.12.42. 2 metaph., οἱ π. τῷ πνεύματι Ev.Matt.5.3, cf. Ev.Luc.6.20. II as Adj., beggarly, πτωχῷ διαίτῃ S.OC751; π. στοιχεῖα Ep.Gal.4.9: c. gen., beggared of, poor in, [πηγὴ] π. νυμφῶν AP9.258 (Antiphan.). 2 Comp. πτωχότερος Timocl.6.10; prov., π. κίγκλου 'as poor as a church mouse', Men.221; irreg. πτωχίστερος Ar.Ach.425: Sup. πτωχότατος AP10.50 (Pall.). 3 Adv. -χῶς poorly, scantily, ἠροτρία π. μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2.