πυριατός
English (LSJ)
ή, όν,
A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.
ή, όν,
A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.