desecho
Spanish > Greek
ἐκβολή, ἀποσκευή, ἀπόρριμμα, ἔκβρασμα, ἔκκριμα, ἀπόσυρμα, γιγαρτώδης, ἀποκαθάρισμα, ἀποκάθαρμα, ἕλκυσμα, ἀχυρώδης
ἐκβολή, ἀποσκευή, ἀπόρριμμα, ἔκβρασμα, ἔκκριμα, ἀπόσυρμα, γιγαρτώδης, ἀποκαθάρισμα, ἀποκάθαρμα, ἕλκυσμα, ἀχυρώδης