σάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A tossing motion, of an earthquake, χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ E.IT46; esp. rolling swell of the sea, πόντου σ., πόντιος σ., Id.Hec.28, IT1443: pl., πόντιοι σ. Id.Or.994 (lyr.). 2 open roadstead, roads, opp. a harbour, ἐν σάλῳ στῆναι, = σαλεύειν 11.2; ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Plb.1.53.10; οὔτε λιμὴν οὔτε σ. ἐπ' ἀγκύρας D.S.3.44, cf. Agatharch.92, Peripl.M.Rubr.7 (pl.), 55. II of ships or persons in them, tossing on the sea, ἐκ πολλοῦ σ. εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς S. Ph.271; σάλον εἶχεν ἡ θάλασσα Plu.Luc.10; καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Luc. Herm.28; ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαντα Id.Tox.19: metaph. of the ship of the state, τὰ μὲν δὴ πόλεος θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163; πόλις . . σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίον σάλου Id.OT24; ἐν σάλῳ πόλις γενομένη Lys.6.49; ἔσχε . . ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σ. began to waver, Plu.Alex.32, cf. Aem.18; cf. σαλεύω 11.1. 2 distemper, restlessness, perplexity, LXX Si.40.5, Gal.9.816; τῆς ψυχῆς Max.Tyr.1.1.