σαρκοβόρος
English (LSJ)
ον, (βορά)
A eating flesh, carnivorous, ἄνθρωποι Ph.1.665; [ζῷα] Plu.2.956c; θῆρες Man.5.193; also βούβρωστις σ. MAMA4.140 (Apollonia).
ον, (βορά)
A eating flesh, carnivorous, ἄνθρωποι Ph.1.665; [ζῷα] Plu.2.956c; θῆρες Man.5.193; also βούβρωστις σ. MAMA4.140 (Apollonia).