σηπτός
English (LSJ)
ή, όν,
A converted into excrement, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.GA762a15; cf. σῆψις 11. II Act., = shptiko/s, [[<duna/meis]]>, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.