σιτοποιός
English (LSJ)
ον, ἀνάγκη σ. the task
A of grinding and baking, E.Hec.362. II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον . . πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32 (iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες σ. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).