vigilante
Spanish > Greek
ἄγρυπνος, ἀνεγέρμων, γρηγορικός, ἐγρήγορος, γρήγορος, ἐνεφόπτης, ἐγρηγορικός, ἀκοίμητος, ἀγρυπνητικός, ἀγρυπνητήρ, δοκεύτρια, ἀνύστακτος, ἀλκετάριος
ἄγρυπνος, ἀνεγέρμων, γρηγορικός, ἐγρήγορος, γρήγορος, ἐνεφόπτης, ἐγρηγορικός, ἀκοίμητος, ἀγρυπνητικός, ἀγρυπνητήρ, δοκεύτρια, ἀνύστακτος, ἀλκετάριος