ἄνοστος
English (LSJ)
ον,
A unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist.Fr. 145: Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP7.482. II = foreg. 11, Thphr.CP4.13.2 (Comp.).
ον,
A unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist.Fr. 145: Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP7.482. II = foreg. 11, Thphr.CP4.13.2 (Comp.).