στερέμνιος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:—
A = στερεός, hard, fast, firm, οὐρανός Placit.2.11.2; φύσις Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. l.c.; σιτίον Ath.1.10c; τὰ σ. solid food, BKT3p.20; also τὰ σ. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); σ. πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ -ώτερα D.S.1.7; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. -ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.