ἀγγελτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A premonitory: c. gen., τεράστια συμφορᾶς ἀ. Heracl.Alleg.42; τοῦ μέλλοντος Porph.Abst.3.3: ἀ. ζῴδια Jul.Laod. in Cat.Cod.Asir.5(1).192.
ή, όν,
A premonitory: c. gen., τεράστια συμφορᾶς ἀ. Heracl.Alleg.42; τοῦ μέλλοντος Porph.Abst.3.3: ἀ. ζῴδια Jul.Laod. in Cat.Cod.Asir.5(1).192.