στεφανωτικός
English (LSJ)
ή, όν,= στεφανωματικός, Thphr.HP1.13.3, al. 2 concerning a crown, λόγος Men.Rh. p.422S. II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos.133, 195. III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1652 (iii A.D.).