στήμων
English (LSJ)
Dor. στάμων [ᾱ] AP6.160.6 (Antip. Sid.), ονος, ὁ: (ἵστημι, cf. στῆσαι τὸν σ. Poll.7.32):—the
A warp in the upright loom, στήμονι δ' ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι Hes.Op.538; ἄττεσθαι Hermipp.2; ἀκλώστους σ. Pl.Com.221; κρόκη καὶ σ. PLille 6.12 (iii B.C.); ξύλων . . στήμονα ἐχόντων τοὺς κάλους laths with the cords as their warp (so as to form mats), Apollod.Poliorc.169.7; cf. Pl.Plt.281a,282d, Cra.388b, Orph.Fr.33. 2 pl., in woodwork, dub. sens., of parts of a ceiling, Inscr.Délos 504 A 6,9,10 (iii B.C.). II thread, σ. ἔνης α Batr.183, cf. Ar.Lys.519, Men.892; προσεμβαλόντες σ. καινόν PCair.Zen.423.10 (iii B.C.), cf. 484.14 (dub. sens.); στήμονος ἡμιμναῖον PEnteux.31.4 (iii B.C.); φαντασίαι . . οἷον τριχῶν ἢ κρόκης ἢ στήμονος Gal.18(2).73; οἱ σ. οἱ ἑψόμενοι Thphr.Ign.43; σ. ἐξεσμένος, nickname of a very thin person, 'threadpaper', Ar.Fr. 728; strand in torsion engine, Ph.Bel.58.19: metaph., ἐκ σαπροῦ κρεμάμενοι σ. Plu.Phoc.30.